Βολφ, Ούγκο

Βολφ, Ούγκο
(Hugo Wolf, Βίντισγκρατς, Στυρία 1860 – Βιέννη 1903).Αυστριακός συνθέτης. Άρχισε τις σπουδές του στο ωδείο της Βιέννης και είχε την ευκαιρία να πλησιάσει τον Βάγκνερ, η επίδραση του οποίου τον έκανε να απομακρυνθεί από το παραδοσιακό περιβάλλον και να προκαλέσει την εχθρότητα των ισχυρών μουσικών κύκλων, που είχαν επικεφαλής τον Μπραμς και τον Χάνσλικ. Ωστόσο, επιβλήθηκε νωρίς ως συνθέτης Lieder, αν και τα έργα του διακόπτονταν συχνά από διανοητικές κρίσεις, οι οποίες τελικά τον οδήγησαν στον θάνατο. Φύση ρομαντική και εσωστρεφής, ο Β. εκφράστηκε κυρίως με τα 250 τραγούδια του που επιβάλλονται με τη βασανισμένη αρμονική τους επεξεργασία και με μια ανάπτυξη που επιδιώκει κυρίως την αποκάλυψη της αξίας του κειμένου. Η μελωδία του, ακόμα και όταν είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, αναπτύσσεται με τέτοια άνεση και φυσικότητα που τον αναδεικνύει σε έναν από τους κλασικούς συνθέτες του γερμανοαυστριακού Lied. Η καλλιτεχνική παραγωγή του Β. ολοκληρώνεται με το κωμικό μελόδραμα Der Corregidor (1896), με σκηνική μουσική, συμφωνικές συνθέσεις, ένα κουαρτέτο και πολλές σελίδες χορωδιακής μουσικής. Ο Αυστριακός συνθέτης Ούγκο Βολφ, Ο Ιταλογερμανός συνθέτης Ερμάνο Βολφ-Φεράρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • διεθνές δίκαιο — Όρος που αναφέρεται γενικά στο σύνολο των νομικών κανόνων που αφορούν σχέσεις ανάμεσα στα κράτη ή ανάμεσα στα κράτη και σε διεθνείς οργανισμούς ή ανάμεσα σε πρόσωπα που ζουν σε διαφορετικές επικράτειες ή εξαρτούν έννομα συμφέροντα που διέπονται… …   Dictionary of Greek

  • Μέρικε, Έντβαρντ — (Edward Mοrike, Λούντβιχσμπουργκ 1804 – Στουτγκάρδη 1875). Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε θεολογία στο Τίμπιγκεν και έγινε εφημέριος στο Κλέβερσουλτσμπαχ (1834). Το 1843 εγκατέλειψε το λειτούργημά του και έζησε φτωχικά ως καθηγητής· τελικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”